- φασγανουργος
- φασγανουργόςφασγᾰν-ουργός2кующий меч(и)
(Αἶσα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Αἶσα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φασγανουργός — forging swords masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασγανουργός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει φάσγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
προχαλκεύω — ΝΑ νεοελλ. επινοώ από πριν («προχαλκευμένες κατηγορίες») αρχ. (κυριολ. και μτφ.) χαλκεύω, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο («προχαλκεύει δ Αἶσα φασγανουργός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek